- βαρυάλγητος
- βαρυάλγητος, -ον (Α)επώδυνος, οδυνηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αλγώ «πονάω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρυαλγήτως — βαρυάλγητος very grievous adverbial βαρυάλγητος very grievous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυάλγητ' — βαρυάλγητα , βαρυάλγητος very grievous neut nom/voc/acc pl βαρυάλγητε , βαρυάλγητος very grievous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
πολυάλγητος — ον, Α 1. αυτός που αισθάνεται πολύ πόνο 2. ανάλγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀλγῶ «πονώ» (πρβλ. αναλγής: ανάλγητος, βαρυαλγής: βαρυάλγητος)] … Dictionary of Greek